- ζαζαῖος
- ζαζαῖος· εἶδος ἰχθύος, Opp. ap. Cyr. in An.Par.4.182;
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζαζαίος — ζαζαῑος, ὁ (Α) είδος Ιχθύος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. για τη λ. ζαιός] … Dictionary of Greek